- αρεστός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, συμπαθής: Ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δε σου είναι αρεστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀρεστός — acceptable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek
ἀρεστόν — ἀρεστός acceptable masc acc sg ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστοί — ἀρεστός acceptable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστούς — ἀρεστός acceptable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῆς — ἀρεστός acceptable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστή — ἀρεστός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῶς — ἀρεστός acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῷ — ἀρεστός acceptable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσθ' — ἀρεστά̱ , ἀρεστής masc nom/voc/acc dual ἀρεστά , ἀρεστής masc voc sg ἀρεστά , ἀρεστής masc nom sg (epic) ἀρεσταί , ἀρεστής masc nom/voc pl ἀρεστά , ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc pl ἀρεστά̱ , ἀρεστός acceptable fem nom/voc/acc dual ἀρεστά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)